- πνευματιώ
- -άω, ΜΑ [πνευματίας]βρίσκομαι υπό την κατοχή πνεύματος («γυναῑκα πνευματιῶσαν, πνεύματι πονηρῷ συνεχομένην», Τιμόθ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνευματίῳ — πνευμάτιον a little breath neut dat sg πνευμάτιος portending wind masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)